- σωματοπλαστικός
- -ή, -όν, Μ [σωματοπλαστώ]αυτός που πλάθει σώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωματοπλαστικός — ή, ό 1. αυτός που πλάθει το σώμα. 2. το θηλ. ως ουσ., σωματοπλαστική υπονοεί κλάδο της χειρουργικής που με εγχειρήσεις βελτιώνει ατέλειες του σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωματοπλαστικοῦ — σωματοπλαστικός forming bodies masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)